-
1 ενδηλος
21) ясный, очевидный(ἔνδηλόν τι ποιεῖν Thuc. и ἔνδηλα καὴ σαφῆ λέγειν Soph.; τὰ ἤθη τῶν ζῴων Arst.)
2) явственный, заметный(κηλῖδες Arst.; ἴχνος Plut.)
ἔ. τι ἐγένετο ἀχθόμενος Plat. — было видно, что он огорчен3) известный(ἄνθρωπος Arph.)
-
2 ἔν-δηλος
ἔν-δηλος, verstärktes simplex, offenbar, deutlich ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω Soph. Ant. 401; At Equ. 1277; – c. partic., ἔνδηλός τι ἐγένετο ἀχϑόμενος Plat. Phaed. 88 e, wie Theaet. 274, u. Folgende; – ἐνδηλότατα προὔλεγον Thuc. 1139.